-
1 μαλακα
-
2 μαλάκα
η1) мед. размягчение мозга; 2) выживание из ума -
3 μαλακὰ
мягкие [одежды]Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > μαλακὰ
-
4 μαλακός
η, ό[ν] 1. в разн. знач мягкий;μαλακό στρώμα — мягкая постель;
μαλακό ψωμί — мягкий хлеб;
μαλακός χαρακτήρας — мягкий характер;
μαλακή προσεδάφιση — мягкая посадка;
μαλακός καιρός — мягкая погода;
μαλακός χειμώνας — мягкая зима;
μαλακον ΰδωρ — мягкая вода;
λέγω με μαλακό τρόπο — сказать в мягкой форме;
2.:τα μαλακά — нижняя часть живота;
§ έπεσα στα μαλακά — дёшево отделаться
-
5 βλαισοομαι
изгибаться, искривляться в наружную сторону -
6 μηρυγμα...
-
7 μηρυμα
-
8 προομαλυνω
-
9 μόριο(ν)
τό1) частица, частичка;τα μόρια της σκόνης — частицы пыли;
2) анат. часть (организма);τα μαλακά μόρια τού σώματος — мягкие части тела;
3) физ. молекула;4) πλ. физ. частицы;φορτισμένα μόρια — заряжённые частицы;
στοιχειώδη μόρια — элементарные частицы;
5) грам, частица -
10 μόριο(ν)
τό1) частица, частичка;τα μόρια της σκόνης — частицы пыли;
2) анат. часть (организма);τα μαλακά μόρια τού σώματος — мягкие части тела;
3) физ. молекула;4) πλ. физ. частицы;φορτισμένα μόρια — заряжённые частицы;
στοιχειώδη μόρια — элементарные частицы;
5) грам, частица
См. также в других словарях:
μαλακά — μαλακός soft neut nom/voc/acc pl μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc/acc dual μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάκα — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… … Dictionary of Greek
Μαλάκα, πορθμός της- — (Malacca). Πορθμός (μέγιστο μήκος 800 χλμ., πλάτος 55 300 χλμ., μέγιστο βάθος 200 μ.) της νοτιοανατολικής Ασίας, ανάμεσα στη χερσόνησο της Μαλάκα, τη Σουμάτρα, τη θάλασσα των Ανταμάν και τη Νότια Κινεζική θάλασσα. Εκβάλλουν σε αυτόν ποταμοί με… … Dictionary of Greek
μαλακά — (Malacca). Χερσόνησος (μήκος 1.120 χλμ.) της Μαλαισίας. Πρόκειται για μια μακριά και στενή γλώσσα γης της νοτιοανατολικής Ασίας, που καταλαμβάνει έκταση περίπου 200.000 χλμ. Εκτείνεται ανάμεσα στη θάλασσα των Aνταμάν, στον κόλπο του Σιάμ… … Dictionary of Greek
Μαλάκα ή Μελάκα — (Malacca ή Melaka). Πόλη (369.222 κάτ. το 2000) της δυτικής Μαλαισίας, πρωτεύουσα του ομώνυμου ομοσπονδιακού κράτους (1.652 τ. χλμ., 635.791 κάτ. το 2000), χτισμένη στη νοτιοδυτική ακτή της ομώνυμης χερσονήσου. Το λιμάνι της παρουσιάζει έντονη… … Dictionary of Greek
μαλακᾷ — μαλακός soft fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλάκ' — μαλακά , μαλακός soft neut nom/voc/acc pl μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc/acc dual μαλακά̱ , μαλακός soft fem nom/voc sg (doric aeolic) μαλακέ , μαλακός soft masc voc sg μαλακαί , μαλακός soft fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακάν — μαλακά̱ν , μαλακός soft fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακάς — μαλακά̱ς , μαλακός soft fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek